- ἐπικατασφάττω
- ἐπι-κατα-σφάζω u. -σφάττω, dabei, darüber schlachten, töten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικατασφάζω — ἐπικατασφάζω και μτγν. τ. ἐπικατασφάττω (Α) 1. κατασφάζω, σκοτώνω κάποιον για κάτι 2. σφάζω, σκοτώνω κατόπιν … Dictionary of Greek